Πολύ ευχαριστημένος επαναλαμβάνει πως είναι ο Γιώργος Πετράκης από την ζωή του στο Λουξεμβούργο όπου βρίσκεται ως προπονητής της Ζενές Ες.
Ο Ρεθυμνιώτης τεχνικός σε συνέντευξη του στο sport24 επαναλαμβάνει ότι νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται, μιλά για τις μεγάλες αλλαγές που έχει η χώρα του Λουξεμβούργου σε σχέση με τη δική μας και απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα έλεγε όχι να παραμείνει για καιρό εκεί… Ουσιαστικά, στη συνέντευξη που έχει παραχωρήσει, μιλά περισσότερο για το πώς είναι τα πράγματα σε αυτή τη μικρή χώρα της Βόρειας Ευρώπης ενώ από εκεί και πέρα αναφέρεται στην ομάδα στην οποία εργάζεται.
Έλληνας προπονητής στο Λουξεμβούργο. Πολύ ιδιαίτερο. Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον και τι σκέφτηκες όταν ενημερώθηκες για την προοπτική;
«Τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα. Την αμέσως επόμενη μέρα που έφυγα από τη Λαμία προέκυψε το ενδιαφέρον αυτό. Με πήραν τηλέφωνο, με ρώτησαν αν με ενδιαφέρει. Αμέσως το είδα με θετικό μάτι διότι το είχα στο μυαλό μου εδώ και χρόνια, να μου δοθεί δηλαδή η δυνατότητα να δουλέψω στο εξωτερικό. Δεν ήξερα πολλά πράγματα για το Λουξεμβούργο, όμως μπήκα στη διαδικασία να μάθω. Από εκεί και πέρα, το είδα ως μια καλή προοπτική, με βάση αυτό πορεύτηκα για τη συνέχεια».
Τα πράγματα είναι όπως τα περίμενες; Τι είναι αυτό που σου αρέσει πολύ και τι όχι;
«Είναι όπως τα περίμενα, ναι. Αυτό που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο και το οποίο έχει να κάνει τόσο με το αγωνιστικό όσο και με το εξωαγωνιστικό, είναι η χώρα. Τα πράγματα είναι πολύ οργανωμένα, όλα είναι σε μια σειρά. Ειδικά για κάποιον που έχει ζήσει στην Ελλάδα, όπου δυστυχώς δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Αυτό που είναι κάπως διαφορετικό είναι ο καιρός. Συνέχεια είναι μουντός και βροχερός».
Πώς είναι η καθημερινότητά σου στο Λουξεμβούργο; Περιέγραψέ μου μια καθημερινή σου ημέρα.
«Σηκώνομαι νωρίς το πρωί, όπως έχω συνηθίσει και στην Ελλάδα. Ξεκινάω τη μέρα μου μένοντας στο σπίτι, προσπαθώντας να δουλέψω για πράγματα που αφορούν την ομάδα. Τις περισσότερες φορές αυτό θα μου πάρει 2-3 ώρες στην αφετηρία της μέρας. Μετά θα προσπαθήσω να κάνω μια αθλητική δραστηριότητα. Θα περπατήσω στην πόλη, ίσως πιω ένα καφέ, θα επιστρέψω, θα μαγειρέψω και δυστυχώς εδώ οι προπονήσεις γίνονται αργά το απόγευμα. Κάθε βράδυ, όμως, ενώ έχει κλείσει η μέρα, νιώθω γεμάτος».
Πώς είναι η περιοχή που μένεις; Μπορείς να μας μεταφέρεις εικόνες από την πόλη;
«Το Ες που ζω εγώ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Λουξεμβούργου. Είναι όμορφα, ήσυχα. Μια εργατική πόλη, είχε ορυχεία και έχει ξεκινήσει ν’ αναπτύσσεται. Δίπλα ακριβώς είναι το Μπελβάλ, εκεί που βρίσκεται το Πανεπιστήμιο και έχει πολλούς φοιτητές. Εγώ έχω σπίτι πολύ κοντά στο Ες, αλλά βρίσκομαι στη Γαλλία, όπως συμβαίνει στους περισσότερους εργαζόμενους του Λουξεμβούργου. Για να σου φέρω ένα παράδειγμα, μπορεί το Λουξεμβούργο να έχει 400.000 μόνιμους κατοίκους, αλλά την ημέρα μπορεί να έχει διπλάσιους. Τη νύχτα ξαναγίνονται 400.000, διότι τα σπίτια στο Λουξεμβούργο είναι πάρα πολύ ακριβά, ενώ δεν έχει και πολλά για να μπορείς να βρεις εύκολα. Θα ήθελα να συμπληρώσω ότι οι εικόνες που αφορούν την πόλη του Λουξεμβούργου, την πρωτεύουσα εννοώ, είναι φανταστικές. Είναι μια πόλη παραμυθένια. Αξίζει να τη δει κανείς σε ταξίδι αναψυχής».
Πώς συνηθίζουν να περνούν τις ώρες και τις μέρες τους οι κάτοικοι στο Λουξεμβούργο;
«Όπως ανέφερα και νωρίτερα, όλα τα πράγματα βρίσκονται σε μια σειρά. Δεν υπάρχει ανεργία, δύσκολα συναντάς αστέγους. Είναι μια χώρα οργανωμένη. Η μέρα ξεκινά νωρίς για τους εργαζόμενους. Κάνουν ένα διάλειμμα μεταξύ 12.30-14.00, συνεχίζουν μέχρι τις 18.00. Από τις 17.30 μέχρι τις 19.30 έχει κίνηση στους δρόμους, αλλά μετά τις 19.30, για να κάνουμε και χιούμορ, χωρίς να είναι σε lockdown η πόλη, έτσι φαίνεται».
Ποιο είναι το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο; Οι τιμές των προϊόντων;
«Κακά τα ψέματα, το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο και ειδικά στην Πόλη του Λουξεμβούργου είναι υψηλό, έως πολύ υψηλό μπορώ να πω. Ένας καφές, αν θελήσεις να καθίσεις στο εκάστοτε μαγαζί, μπορεί να κοστίζει πάνω από 5 ευρώ. Ενδεχομένως 6 ή 6,5 ευρώ. Ένα κυρίως πιάτο σε εστιατόριο μπορεί να ξεκινάει από 25 ευρώ. Δεν είναι όμως έτσι σε όλες τις διπλανές πόλεις. Στο Ες για παράδειγμα τα πράγματα μοιάζουν περισσότερο με την Ελλάδα και οι τιμές είναι συμβατές. Όπως και τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Θα έλεγα πως εδώ είναι ελάχιστα πιο ακριβά. Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι ότι η βενζίνη είναι πολύ οικονομική».
Συνήθως τι επιλέγεις για φαγητό; Πώς είναι τα φαγητά στη χώρα;
«Δύσκολη ερώτηση, καθώς σαν άνθρωπος είμαι λίγο ιδιαίτερος στο φαγητό. Τις περισσότερες φορές μαγειρεύω. Εδώ στο Λουξεμβούργο δεν μπορείς να βρεις μέση λύση. Δεν μπορείς να βρεις εστιατόρια και άλλα στα οποία υπάρχει φαγητό μαγειρευτό. Συνηθίζουν να έχουν εδώ έτοιμο φαγητό. Σε σούπερ μάρκετ θα δεις πολλές έτοιμες σαλάτες, κάποιες μακαρονάδες κρύες, φαγητά που μπαίνουν σε φούρνο μικροκυμάτων. Μία με δύο φορές την εβδομάδα μπορεί να επισκεφθώ εστιατόριο, αλλά τις άλλες προτιμώ να μαγειρέψω ο ίδιος γιατί μου αρέσει».
Πώς είναι η κατάσταση σε σχέση με τον κορονοϊό; Πώς τη βιώνετε εκεί την κατάσταση;
«Οι άνθρωποι προσέχουν πολύ, υπακούν, όλοι φορούν μάσκα. Ευτυχώς δεν υπάρχει lockdown, αλλά έτσι κι αλλιώς οι κάτοικοι δεν κυκλοφορούν ιδιαίτερα, δεν συνωστίζονται όπως στην Ελλάδα. Είναι τυπικό το πρόγραμμά τους. Προφανώς υπάρχουν και κρούσματα και θάνατοι, αλλά σε γενικές γραμμές η κατάσταση είναι αρκετά καλύτερη σε σχέση με άλλες χώρες».
Ποιο είναι το επίπεδο του ποδοσφαίρου στη χώρα; Υπάρχει οργάνωση; Μπορείς να το συγκρίνεις με το ελληνικό;
«Ανοίγουμε ωραίο κεφάλαιο. Το Λουξεμβούργο είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Καθώς δεν υπάρχει ανεργία, όποιος τελειώσει το σχολείο μπορεί να βρει δουλειά και μάλιστα να αμείβεται αρκετά καλά. Αν δεν κάνω λάθος, ο κατώτατος μισθός είναι σχεδόν 2.000 ευρώ. Αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει και το ποδόσφαιρο, διότι γύρω-γύρω υπάρχουν μεγάλες χώρες με προηγμένα πρωταθλήματα. Αυτό που βιώνω εγώ είναι συνθήκες εξέλιξης. Κάθε μέρα γίνεται προσπάθεια οργάνωσής του όλο και περισσότερο. Επενδύουν χρόνο και χρήμα και με ό,τι καταπιαστούν, θέλουν να το οργανώσουν καλά. Σίγουρα στην ελληνική Super League η ποιότητα είναι μεγαλύτερη, αλλά υπάρχουν ομάδες όπως η Ντουντελάνζ και η Ντιφερντάνζ που έχουν παίξει στο Europa League και που συγκρίνονται με ομάδες της Super League, καθώς έχουν ξεφύγει σε ποιότητα. Υπάρχουν άλλες ομάδες που είναι μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αλλά και άλλες πιο υποδεέστερες. Όλες οι ομάδες πάντως προσπαθούν να διατηρούν σε πολύ καλή κατάσταση τα προπονητικά τους κέντρα και τα γήπεδά τους. Τα φροντίζουν και από εκεί ξεκινούν. Έχουν ακαδημίες, προπονούνται παιδάκια, υπάρχει οργάνωση και μέρα με τη μέρα εξελίσσονται».
Τα γήπεδα πώς είναι; Οι αγωνιστικοί χώροι;
«Δεν έχω προλάβει να δω πολλά γήπεδα και γενικά τους αγωνιστικούς χώρους, αλλά με βάση όσα έχω παρακολουθήσει μέσω video και με βάση όσα μου έχουν μεταφέρει, δεν υπάρχουν κακοί αγωνιστικοί χώροι. Παρά τη βροχή, υπάρχει η τεχνογνωσία να τα φροντίζουν. Είναι καλά τα γήπεδα, δεν είναι μεγάλης χωρητικότητας, δεν το χρειάζονται άλλωστε ακόμη».
Πώς είναι δομημένο το πρωτάθλημα;
«Έχει 16 ομάδες, όλοι παίζουν με όλους. Δεν υπάρχουν playoffs και playouts. Οι πρώτες τέσσερις ομάδες διεκδικούν ένα εισιτήριο για το Europa League, εκτός και αν τα καταφέρει κάποιος μέσω του Κυπέλλου. Αυτό που είναι ιδιαίτερο και θέλω να το πω, είναι ότι κάθε ομάδα οφείλει να έχει σε κάθε αποστολή επτά παίκτες από το Λουξεμβούργο ή παίκτες που να έχουν παίξει τουλάχιστον δύο χρόνια στο Λουξεμβούργο. Στην αρχή όταν το έμαθα είχα εντυπωσιαστεί. Σκοπός τους είναι να εξελίξουν το ποδόσφαιρο της χώρας, να το χτίσουν σε σταθερές βάσεις. Αυτό επί της ουσίας αναγκάζει τις ομάδες που έχουν μεγάλες διαφορές σε οικονομικά μεγέθη σε σχέση με άλλες, να εξελίσσονται μαζί. Τους υποχρεώνουν όλους να εξελίξουν πρώτα όλα τα γύρω-γύρω, δηλαδή εγκαταστάσεις, γήπεδα, τηλεοπτικά και ακολούθως να εξελίξουν και το κομμάτι των μεταγραφών, επιτρέποντας σε κάθε ομάδα να πάρει ό,τι παίκτες θέλει. Αυτό δίνει κίνητρο στα παιδιά από το Λουξεμβούργο να παίξουν και να μην έρχονται μόνο ποδοσφαιριστές εκτός χώρας, διότι αν το άνοιγαν τόσο απότομα, σίγουρα μετά από καιρό λίγοι ποδοσφαιριστές από το Λουξεμβούργο θα ακολουθούσαν αυτό το επάγγελμα».
Πόσοι ξένοι επιτρέπονται;
«Σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησης, οι ξένοι θα λέγαμε ότι είναι τριών διαφορετικών κατηγοριών. Κάθε ομάδα επιτρέπεται να έχει τέσσερις ξένους μεταξύ 23 και 34 ετών. Μέχρι τέσσερις στην αποστολή. Ακολούθως έχεις την ελευθερία να επιλέξεις όσους παίκτες θέλεις άνω των 34 ετών, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που είναι κάτω των 23. Αυτοί δεν λογίζονται ως ξένοι. Ξεκάθαρα πάντως πρέπει σε κάθε αποστολή να υπάρχουν επτά παίκτες από το Λουξεμβούργο».
Το γήπεδό σας πόσους θεατές χωράει;
«Είναι πολύ όμορφο, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Χωράει 3.000-4.000 θεατές. Έχει δύο κερκίδες, μια ανοιχτή και μια σκεπαστή. Είναι κοντά στον αγωνιστικό χώρο οι κερκίδες, έχει δύο μπυραρίες το γήπεδο. Το συνηθίζουν εδώ να πίνουν μπύρες και να τρώνε πριν και μετά το παιχνίδι όπως και να έχει πάει ο αγώνας. Έχουν αυτή την κουλτούρα κι εμένα αυτό με έχει εντυπωσιάσει. Ο αγωνιστικός μας χώρος είναι καλός, τα αποδυτήρια έχουν εξελιχθεί παρότι το γήπεδο είναι παλιό. Φαντάσου ότι η ομάδα μου είναι η ιστορικότερη του Λουξεμβούργου. Έχει κατακτήσει πολλά κύπελλα και πρωταθλήματα, τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Το γήπεδο έχει τη δυνατότητα να μεγαλώσει αν ειδικά η ομάδα έχει εξέλιξη και διακρίνεται, κερδίζοντας ευρωπαϊκά εισιτήρια».
Η δική σου ομάδα πώς διοικείται; Υπάρχει κάποιος που βάζει χρήματα ή είναι πολλοί χρηματοδότες;
«Θέλω να πω ότι η ομάδα μας σε 1-2 παιχνίδια που προλάβαμε να δώσουμε πριν από μια μικρή διακοπή λόγω κορονοϊού, μάζευε 800 άτομα, όσα επιτρέπονταν για να δουν παιχνίδι μας και αυτό ήταν σπουδαίο. Πρόεδρος της ομάδας είναι τώρα ο κ. Μάνθος Πουλινάκης, ο Έλληνας που δραστηριοποιείται τώρα στην ομάδα. Είναι πάνω απ’ όλους, είναι η αρχή όλων. Εκπρόσωπός του είναι ο κ. Κατσαΐτης, που προσπαθεί να λύσει ό,τι ζήτημα έχουμε ως ομάδα. Είναι ικανός και προσπαθεί να ανεβάσει επίπεδο την ομάδα στο κομμάτι του μάρκετινγκ και της οργάνωσης. Υπάρχουν επίσης κάποιοι άνθρωποι που είναι επί σειρά ετών παράγοντές της, έμπειροι. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους για την ευκαιρία που μου δίνουν να δουλέψω σε αυτό το ιστορικό σωματείο. Είναι μεγάλη τιμή για εμένα που ο κ. Πουλινάκης με επέλεξε για τη θέση του προπονητή. Ελπίζω να καταφέρω να τους βγάλω όλους ασπροπρόσωπους».
Γενικά πώς είναι οι άνθρωποι στο Λουξεμβούργο;
«Σίγουρα δεν είναι τόσο ανοιχτοί όσο είμαστε εμείς οι Έλληνες. Είναι όμως άνθρωποι με παιδεία, έχουν τρόπους, είναι φιλόξενοι, χαμογελαστοί. Εμένα μ’ έχουν αγκαλιάσει και αυτό είναι σημαντικό για εμένα. Είμαι πολύ ευχαριστημένος και χαρούμενος. Είναι πιο κλειστοί, αλλά όχι μουντοί».
Ποιος είναι ο στόχος που έχετε θέσει ως ομάδα; Εσένα τι σου είπαν από τη διοίκηση όταν αναλάμβανες την τεχνική ηγεσία;
«Επειδή για τα δεδομένα της χώρας η ομάδα που εκπροσωπούμε είναι μεγάλη, ο στόχος είναι να ξαναβγεί στην Ευρώπη, να διεκδικήσει μία από τις τέσσερις πρώτες θέσεις, ώστε να μπορέσει να δώσει ευρωπαϊκό ματς. Δεν το έχει πετύχει οκτώ χρόνια τώρα αν δεν κάνω λάθος. Είναι κάτι που της λείπει, τα προηγούμενα 30-35 χρόνια είχε συνηθίσει να το πετυχαίνει. Μακάρι να το καταφέρουμε από φέτος. Έχουμε στόχο να εξελίξουμε και κάποιους νεαρούς παίκτες, ντόπιους αλλά και από άλλες διπλανές χώρες».
Άλλους Έλληνες έχεις συναντήσει στο Λουξεμβούργο;
«Το Λουξεμβούργο έχει περίπου 6.000 Έλληνες. Έχω συναντήσει κάποιους εκτός ομάδας. Έχουμε και δύο Έλληνες ποδοσφαιριστές όπως γνωρίζετε, τον Ξενιτίδη και τον Βοΐλη, δανεικοί από τον Ολυμπιακό. Έχω συναντήσει και έναν Έλληνα, τον Δημήτρη Μασλία, οι γονείς του οποίου βρίσκονται στο Λουξεμβούργο εδώ και 40 χρόνια. Είναι άμεσος συνεργάτης μου, έχει ζήσει και έχει μεγαλώσει εδώ, έχει σπουδάσει στην Ισπανία. Με αγκάλιασε, με βοήθησε και θέλω να τον ευχαριστήσω ιδιαίτερα. Η βοήθειά του σε όλα τα θέματα είναι σημαντική για εμένα και με κάνει να προσαρμόζομαι πιο εύκολα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου, και αυτούς που ήταν εδώ και αυτούς που ήρθαν μαζί με εμένα. Αισθάνομαι ότι έχουμε δέσει σαν τιμ».