Το ονοματεπώνυμό του είναι από τα πιο συνηθισμένα στην Ελλάδα. Εκ των πραγμάτων δύσκολο να ξεχωρίσει από τον… σωρό. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο πατέρας του έχει γράψει ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, φορώντας τη φανέλα του Ηρακλή (σ.σ. είναι ρέκορντμαν συμμετοχών).
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, λίγο πριν βάλει τελεία στην καριέρα του, βρήκε την αφορμή για να παραμείνει στο χορτάρι. Παράλληλα, κατάφερε να μη μείνει στη σκιά του επιθέτου, που κουβαλούσε, διαμορφώνοντας τη δική του προσωπικότητα εντός και εκτός γραμμών.
Στα 31 του χρόνια, διηγείται ποδοσφαιρικές ιστορίες από πέντε χώρες, που άλλοι χρειάζονται ισάριθμες ποδοσφαιρικές… ζωές. Πάντα έλεγε τη γνώμη του κι αυτό έκανε μέσω της “Μetrosport”. Πατήσαμε το REC και για 45 λεπτά (καθόλου τυχαίος ο αριθμός), ο Γιάννης είχε την μπάλα στο δικό του γήπεδο.
«Θα σταματούσα το ποδόσφαιρο, γύρισα μόνο για τον Ηρακλή»
– Γιάννη, τελικά το πεπρωμένο έλεγε… Ηρακλής;
“Το καλοκαίρι είχα αποφασίσει να σταματήσω το ποδόσφαιρο και να ασχοληθώ με άλλες δραστηριότητες. Απλώς, ο Ηρακλής είναι η ομάδα που αγαπώ. Ακόμη κι όταν βρισκόμουν μακριά, πάντα διάβαζα και παρακολουθούσα τις εξελίξεις. Δέχθηκα, πρόσφατα, τηλεφώνημα από τον Γιάννη Ζαντόπουλο, τον οποίο δεν γνώριζα προσωπικά. Γύρισα, όμως, για τον Ηρακλή, διότι θέλω να επιστρέψει εκεί, όπου πρέπει να είναι. Ο μόνος λόγος, που θα επέστρεφα στο ποδόσφαιρο, ήταν ο Ηρακλής. Ηταν αδύνατο να αρνηθώ”.
– Σου παρουσιάστηκε συγκεκριμένο πλάνο;
“Ο αρχικός στόχος είναι η επανεκκίνηση. Ευελπιστώ να μη χρειαστεί άλλη. Υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στο νέο εγχείρημα. Ο κ. Ζαντόπουλος είναι συνεπής, ενώ τον πλαισιώνει βέβαια και ο κ. Δρακόπουλος. Βλέποντας τι γίνεται στην ομάδα μπάσκετ, καταλαβαίνεις πολλά. Εύχομαι να πάνε όλα καλά, για να ανέβει επίπεδο η ομάδα”.
– Πώς βιώνεις όλη την κατάσταση στον Ηρακλή;
“Το χειρότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο Ηρακλής όχι μόνο δεν δημιουργεί, αλλά ταυτόχρονα χάνει και φιλάθλους. Συναντώ πολλούς ανθρώπους στον δρόμο, οι οποίοι είναι Ηρακλειδείς. Οταν τους ρωτώ για την ομάδα μού λένε ότι δεν ασχολούνται. Πρέπει να τους φέρουμε στο γήπεδο και μετά να γίνουν τα υπόλοιπα. Ακόμη κι ο τελευταίος οπαδός είναι χρήσιμος”.
– Είπες ότι το καλοκαίρι σκέφτηκες να σταματήσεις το ποδόσφαιρο. Είσαι 31 ετών ακόμη. Γιατί;
“Για μένα, κάποιες ιδέες δεν τελειώνουν. Μεγάλωσα με το ποδόσφαιρο, αλλά δεν είναι πλέον έτσι όπως το γνώρισα από τον πατέρα μου. Το αγαπώ, αλλά κουράστηκα”.
“Το ποδόσφαιρο είναι μεγάλη μπίζνα”
– Οπως φαίνεται, είσαι – το λιγότερο – ξενερωμένος, έτσι;
“Το ποδόσφαιρο είναι επιχείρηση. Οι ιδέες έχουν μείνει μόνο για τους οπαδούς. Οσοι μπαίνουν στο ποδόσφαιρο, μπαίνουν για τους δικούς τους λόγους. Τα βλέπετε καθημερινά. Το ποδόσφαιρο είναι μεγάλη μπίζνα. Και οι ποδοσφαιριστές ως επαγγελματίες κοιτούν ασφαλώς το οικονομικό. Οταν είσαι επαγγελματίας σε ενδιαφέρει πρώτιστα η οικογένειά σου”.
– Θεωρείς ότι πήγε κάτι “στραβά” στην καριέρα σου;
“Το λάθος ήταν στον χαρακτήρα μου. Ζούσα στα αποδυτήρια με τον πατέρα μου από μικρός. Τότε, έβλεπα μία μεγάλη παρέα, μία οικογένεια. Ηθελα να νιώθω ως οικογένεια. Επίσης, πάντα εξέφραζα την άποψή μου, όσο μικρός κι αν ήμουν. Οι περισότεροι φοβούνται να το κάνουν. Δεν ήμουν τέτοιος άνθρωπος. Για παράδειγμα… Ημουν στην Κύπρο, κοντά στην ανανέωση συμβολαίου με τη Σαλαμίνα. Εγινε παρεξήγηση με τον προπονητή και μάλωσα μαζί του. Είχα, όμως, δίκαιο. Θυσίασα λοιπόν το συμβόλαιο, γιατί, ως χαρακτήρας, δεν μπορώ να ανεχτώ κάποια πράγματα. Μπορούσα να λειτουργώ πιο διπλωματικά, αλλά έτσι είμαι”.
– Μήπως βιάστηκες να φύγεις από τον Ηρακλή;
“Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε πολλά. Ο Ηρακλής διαλύθηκε δύο χρόνια μετά την αποχώρησή μου. Τότε, η ΠΑΕ πήρε 900.000 ευρώ από τη μεταγραφή. Πιστεύω, ότι κι όχι να έλεγα, θα με έβαζαν στο αεροπλάνο και θα μ’ έστελναν στην Αθήνα. Ακουγόταν τότε ότι είχα κλείσει από τον Δεκέμβριο και πολλοί το πίστεψαν. Οχι… Η μεταγραφή έκλεισε το καλοκαίρι του 2008, όταν ήμουν 18. Μου τηλεφώνησε ο μάνατζερ μου, στις 2 Ιουνίου, θυμάμαι. Τα λεφτά θα έβγαζαν τη χρονιά για τον Ηρακλή. Ηταν ευκαιρία τόσο για την ΠΑΕ, όσο και για μένα. Δεν πήγα στον Ολυμπιακό για το οικονομικό. Αλλωστε, υπήρχε και η άγνοια κινδύνου. Πατούσα καλά. ‘Ελεγα’ θα παίξω την μπάλα μου, για να πάω παραπέρα”.
“Ο Ολυμπιακός είναι 10 χρόνια μπροστά”
– Στον Ολυμπιακό έπαιξες τρία χρόνια, με αρκετές συμμετοχές αλλά η καθιέρωση δεν ήρθε ποτέ. Ποιοι οι λόγοι;
“Εφταιξα εγώ, αν και δεν είχα την απαραίτητη στήριξη εκ των έσω. Δεν ήρθε, δηλαδή, ο προπονητής και να μου δείξει εμπιστοσύνη. Υπάρχει μεγάλη πίεση στον Ολυμπιακό, το καταλαβαίνω. Υπερβολικά μεγάλη. Ισως δεν άρπαξα σε όλα τα ματς την ευκαιρία. Είχα καλά παιχνίδια, αλλά δεν είχα διάρκεια, γιατί ήμουν και μικρός. Ηταν εύθραυστος ο χαρακτήρας μου. Επηρεαζόμουν από πολλά. Εκανα κάποια σούπερ ματς και μετά χανόμουν. Κάποια πράγματα με επηρέαζαν ψυχολογικά. Το κατάλαβα μετά. Οταν είσαι 19, είναι αλλιώς. Ο Ολυμπιακός είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, είναι 10 χρόνια μπροστά από κάθε εποχή και σε όλους τους τομείς. Δεν είναι τυχαίο ότι παίζει τόσα χρόνια στο Champions League. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί να κρυβόμαστε; Μπορεί να λένε για διαιτησίες, να λένε για διάφορα, αλλά έχει τις βάσεις. Είναι γαλουχημένοι. Αλλωστε, με Μαρινάκη άλλαξε την πολιτική και το μοτίβο του. Φέρνει, πλέον, νεαρούς με σχετικά λίγα χρήματα και τους πουλά ακριβά. Συν τοις άλλοις, δίνει ευκαιρίες στους νέους. Το δουλεύει σωστά. Με τον Κόκκαλη, ο κόσμος διψούσε για ονόματα. Ηταν δύσκολο για τους νέους να πάρουν συμμετοχές. Ηταν διαφορετικές οι εποχές, βέβαια. Δεν γινόντουσαν με τόσα λεφτά οι μεταγραφές”.
– Αξιοποίησες την εμπειρία του Ολυμπιακού;
“Με βοήθησε στο βιογραφικό μου. Ανοιξε… πόρτες”.
“Ηταν γιορτή, βρήκα τη γαλήνη μου”
Για λίγο έχασες την Bundesliga, αλλά έπαιξες στη Ντιναμό Δρέσδης. Πρωτόγνωρες καταστάσεις;
“Το ποδόσφαιρο ήταν διασκέδαση. Πήγαινες μία ώρα πριν από το ματς στο γήπεδο, ούτε ξενοδοχείο, ούτε τίποτα. Ηταν γιορτή. Σε κάθε ματς είχαμε 30.000 κόσμο. Μιλάμε για… φανατίλα. Να φανταστείτε, παίζαμε εκτός έδρας με την Ντόρτμουντ στο Κύπελλο, καθημερινή, με μεγάλη χιλιομετρική απόσταση, αλλά είχαμε 15.000 κόσμο στο Βεστφάλεν. Ειλικρινά, εκεί βρήκα τη γαλήνη μου. Μου ανέφεραν για ανανέωση τέσσερις φορές. Ο μάνατζέρ μού έλεγε ότι θα βρούμε κάτι καλύτερο. Δεν έγινε όμως. Θα μπορούσα να ανανεώσω και να έμενα για χρόνια. Οταν είσαι μικρός, όμως, είναι αλλιώς”.
– Ο έλληνας ποδοσφαιριστής προσαρμόζεται στο εξωτερικό;
“Εχει την παιδεία να σέβεται, όταν βρίσκεται εκτός Ελλάδας. Καταλαβαίνει ότι, για να παίξει εκεί, πρέπει να δίνει τα πάντα και ακόμη περισσότερα για τον απλό λόγο ότι δεν τον ξέρει κανείς. Πρέπει να προσαρμοστείς, αν θέλεις να διακριθείς”.
Ο Άρης, η Κρακοβία, το Ισραήλ και η Εθνική στο ντεμπούτο του Σάντος
“Σε κοιτούν σαν κομμάτι κρέας”
– Γιάννη, ένιωσες ποτέ σαν ξένος στις χώρες που αγωνίστηκες;
“Οχι, πουθενά. Οπου κι αν αγωνίστηκα, μου συμπεριφέρθηκαν καλά. Οι συμπαίκτες, αλλά και οι διοικήσεις. Δεν ένιωσα ρατσισμό”.
– Επιστροφή στη Super League και χάρη του Αρη. Ποιο το πρόσημο της εμπειρίας σου;
“Μας παρουσιάστηκε πλάνο, το οποίο πήγε… περίπατο. Από την 3η αγωνιστική κιόλας άλλαξαν όλα. Εκείνη τη χρονιά ήμασταν απλήρωτοι και είχαμε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Υπήρχαν παιδιά, που δεν είχαν ούτε για βενζίνη. Εφυγα δίχως σκέψη στη μέση της σεζόν, χάρισα τα χρήματα, επειδή έβλεπα ότι βουλιάζει το καράβι. Ηταν οδυνηρή εμπειρία”.
– Δεύτερη απόπειρα στο εξωτερικό και καταλήγεις στην Πολωνία…
“Μετά τον Αρη, αγωνίστηκα στην Κρακοβία. Ο προπονητής της ομάδας ήταν “οπαδός” του Γκουαρντιόλα. Εκεί έπαιξα ως ψευτοεννιάρι και στο ξεκίνημα έβαλα δύο γκολ. Είχα υπογράψει για έξι μήνες συν δύο χρόνια. Το πολωνικό Πρωτάθλημα ήταν σε καλό επίπεδο. Βγάζουν ποιοτικούς ποδοσφαιριστές. Ομορφη πόλη, πέρασα καλά. Στη συνέχεια προέκυψε η πρόταση από το Ισραήλ”.
– Ησουν από τους πρώτους Ελληνες, οι οποίοι έπαιξαν στο Ισραήλ. Πετυχημένη επιλογή;
“Δεν φοβόμουν να αλλάζω περιβάλλον. Ηθελα να συλλέγω εμπειρίες, να βλέπω διαφορετικές παραστάσεις. Ελεγα “καλύτερα μακριά”. Αλλωστε, η κοινωνία μας είναι άρρωστη. Βαριά. Προτίμησα να είμαι μακριά. Στο Ισραήλ ήταν πολύ καλά. Εξαιρετικά γήπεδα, καλή ζωή. Είναι πολλά χρόνια μπροστά ως χώρα. Ωραίο κράτος. Ευχαριστήθηκα κυριολεκτικά το ποδόσφαιρο. Οι άνθρωποι πλήρωναν κάθε 28 του μηνός. Μιλάμε για κράτη και νόμους, έτσι;”.
– Αγωνίστηκες για μία και μοναδική φορά με την εθνική Ανδρών εναντίον της Σερβίας, στο ντεμπούτο του Σάντος. Συναισθήματα;
“Ηταν ύψιστη τιμή. Σαφώς και με βοήθησε η παρουσία στον Ολυμπιακό. Φαντάζομαι ότι, αν ήμουν σε άλλη ομάδα, ίσως να μην ερχόταν η κλήση. Ηταν από τις καλύτερες στιγμές. Είναι άλλο συναίσθημα. Ηταν όνειρο. Το 2010 ήταν να πάω και στο Μουντιάλ. Μου το είχε πει ο Τοροσίδης. ‘Παίξε καλά, θέλει να σε πάρει ο κόουτς στη Νότια Αφρική’. Εκανα τα πάντα, ωστόσο δεν επιλέχθηκα. Για το βιογραφικό, θεωρείται διαβατήριο η παρουσία στην εθνική. Δείχνει ότι είσαι καλός”.
– Το 2007 με την Εθνική Νέων φτάσατε στον τελικό, αλλά χάσατε από την Ισπανία. Τι θυμάσαι;
“Εκείνη η εθνική ήταν από τις καλύτερες στιγμές. Ημασταν παρέα για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Είχαμε καλό κορμό και έναν από τους καλύτερους προπονητές, τον Νίκο Νιόπλια. Τον ακούγαμε με σεβασμό και ευλάβεια. Επίσης, το οικογενειακό κλίμα φάνηκε στο γήπεδο. Ημασταν έναν μήνα μαζί στην Αυστρία. Πραγματικά στεναχωρήθηκα, όταν τελείωσε το τουρνουά. Θα μπορούσαμε να το κατακτήσουμε… Χάσαμε στον τελικό από ένα χαζό γκολ”.
– Πόσο δύσκολο ήταν να διαγράψεις τη δική σου πορεία, έχοντας το βαρύ όνομα του πατέρα σου;
“Με δυσκόλεψε η κριτική του πατέρα μου, παρά το όνομα. Δεν με βάρυνε τόσο η ιστορία του στο ποδόσφαριο, όσο η αυστηρή του κριτική. Περισσότερο με ένοιαζε η άποψη του πατέρα μου, παρά όλων των άλλων”.
– Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελες να σβήσεις από τη μνήμη σου;
“Στο πέρασμα του χρόνου με ενοχλούσε ότι ο ποδοσφαιριστής δεν εξέφραζε εύκολα άποψη. Πάντα υπήρχε ο φόβος. Προσωπικά, το βλέπω πιο ρομαντικά. Ηθελα να νιώθω καλά σε μία ομάδα, οικογενειακά. Υπάρχει, όμως, ρουφιανιλίκι, κι αυτό είναι άσχημο. Τι θα πει, τι θα κάνει ο άλλος… Επίσης, δυστυχώς στο ποδόσφαιρο, σε κοιτούν σαν κομμάτι κρέας. Είμαστε αναλώσιμοι οι ποδοσφαιριστές με ημερομηνία λήξης”.
– Ποιες είναι οι αναμνήσεις που θυμάσαι και χαμογελάς;
“Κρατώ τις σχέσεις. Κάποιες με βοήθησαν πολύ. Στο Ισραήλ, έχω φίλο ποδοσφαιριστή. Τον βλέπω ως αδερφό μου. Τον επισκέπτομαι, μιλάμε, έρχεται εκείνος στη Θεσσαλονίκη… Από την άλλη, το οικονομικό σε βοηθά, αν είσαι έξυπνος και κάνεις καλό κουμάντο. Οταν σταματάς το ποδόσφαιρο, έρχεσαι και στην πραγματικότητα. Βέβαια, όλα θεωρώ ότι έχουν να κάνουν με την παιδεία. Είναι ο καθρέφτης της οικογένειας. Ευτυχώς πήρα καλή παιδεία. Χαίρομαι που έχω τέτοιους γονείς”.
– Γιάννη, τι θα ήθελες να βάλεις ως επίλογο στην κουβέντα;
“Το ποδόσφαιρο χάλασε παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ελλάδα. Ειδικά, όμως, στη χώρα μας, ποιοι είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι αναλαμβάνουν ομάδες; Είναι η Νο1 ερώτηση. Δεν αναφέρομαι σε Σαββίδη, Μαρινάκη. Ας πούμε, για παράδειγμα τον Παπαθανασάκη. Ποιος ήταν; Τι δουλειά έκανε; Το κράτος… Πού είναι; Δεν πρέπει να τους ελέγξει; Στη Γερμανία, πρέπει να παρουσιάσεις τα χρήματα, τα οποία διαθέτεις. Εδώ; Το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Το στοίχημα έχει καταστρέψει το προϊόν, όπως και η τηλεόραση. Δεν χρειάζεται να πας στο γήπεδο. Από την άλλη, βέβαια, το τηλεοπτικό κρατά ζωντανές τις ΠΑΕ. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’70-’80, τα γήπεδα δεν ήταν γεμάτα; Επομένως, χρειάζεσαι επιχειρηματία, ο οποίος να μην έχει ανάγκη τα χρήματα από την τηλεόραση”.