Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης σε συνέντευξη του αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην πρώτη του δουλειά ως προπονητής στην Δόξα Δράμας
Ο όρος «ψυχάρα» αποτελούσε σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων κεντρικών αμυντικών που έλαμψαν με την παρουσία τους τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 γράφοντας ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Στόπερ που δεν φημίζονταν τόσο για την τεχνική τους, όσο για τη δυναμή τους και την ικανότητα να περνούν… χειροπέδες στους αντίπαλους επιθετικούς. Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης ανήκει, δίχως αμφιβολία, στην ελίτ της συγκεκριμένης γενιάς!
Ο σπουδαίος αμυντικός του Παναθηναϊκού, του Απόλλωνα και του ΟΦΗ έζησε στην καριέρα του, όσα ονειρεύεται να ζήσει κάθε Έλληνας ποδοσφαιριστής. Τίτλους, πρωταθλήματα, συμμετοχή σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, συμμετοχή σε ημιτελικό Τσάμπιονς Λιγκ! Το βιβλίο των αναμνήσεων μιας ζηλευτής καριέρας είναι πολυσέλιδο και πάνω απ’ όλα διδακτικό. Και με τη βοήθεια του Γιώργου Μπιτσικώκου, θα διαπιστώσετε ότι κρύβει μέσα του και… δημοσιογραφικά λαβράκια. Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι ο Θανάσης Κολιτσιδάκης σπάνια μιλούσε στους εκπροσώπους του Τύπου όσο φορούσε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
«Θα είχαν ξεκινήσει όλα διαφορετικά στην καριέρα μου, αλλά ένα σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή τα άλλαξε όλα και με άφησε τρία χρόνια εκτός γηπέδων»
-Θέλω να ξεκινήσουμε κάπως διαφορετικά. Γιατί ως παίκτης δεν έδινες συνεντεύξεις;
-Τότε θεωρούσα ότι η δουλειά μου ήταν να παίζω ποδόσφαιρο. Σίγουρα κάποιες στιγμές πρέπει να μιλάς για να ακούσει κάποια πράγματα και ο κόσμος και οι φίλαθλοι που αγαπούν την ομάδα ή ακόμα και εσένα. Πρέπει όμως να έχεις κάτι να πεις, άμα δεν έχεις να πεις τότε καλύτερο είναι να μιλάς μέσα στο γήπεδο.
-Ξεκίνησες λοιπόν να παίζεις ποδόσφαιρο όπως όλα τα παιδιά, στη γειτονιά. Που ήταν αυτή;
-Στο Σταυρό Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά το ξέρουν όλοι ως Χαλκιδική όμως είναι νομός Θεσσαλονίκης. Είναι ένα παραλιακό χωριό και έχει την ομάδα του, ΠΑΟΚ Σταυρού. Βρίσκεται στον Στρυμωνικό κόλπο και είναι μαζί με την Ασπροβάλτα. Εκεί ξεκίνησα να παίζω και από εκεί πήγα κατευθείαν στον Απόλλωνα.
-Πώς έγινε αυτό;
-Υπήρξε ένας άνθρωπος που είχε καλές σχέσεις με τον Απόλλωνα, ο Χρήστος Λαμπάδας, ο οποίος μίλησε στην ομάδα και με κατέβασε για να δοκιμαστώ σε μεγάλη μάλιστα ηλικία. Ήμουν 21 ετών. Ο Απόλλωνας τότε έπαιζε στην Καστοριά την τελευταία αγωνιστική και έπρεπε να κερδίσει για να ανέβει. Το κατάφερε με προπονητές τους Ασημακόπουλο, Φράγκο. Έκαναν δοκιμές για να πάρουν παίκτες και τότε πραγματικά οι ομάδες έβλεπαν και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Εγώ τελικά κατάφερα να μείνω και ο Απόλλωνας με αγόρασε από την ομάδα μου.
-Για σένα πρέπει να ήταν τεράστιο το σοκ.
-Καλά δεν το συζητάμε αυτό. Πάντως εγώ είχα μια τεράστια ευκαιρία να φύγω μικρότερος και να πάω στον Μακεδονικό του Θωμά Βουλινού, όταν ήταν στην Α’ Εθνική. Όμως παρά το γεγονός ότι ήμουν 15-16 ετών, είχα πάρει μια μηχανή και είχα ατύχημα. Έσπασα το πόδι μου, οπότε αυτό με κράτησε πολύ πίσω. Έκανα τρία χρόνια να παίξω, γιατί είχα πάθει μεγάλη ζημιά επειδή έσπασα στο μηριαίο οστό.
-Ήταν “γραφτό” όμως να παίξεις ποδόσφαιρο.
-Ναι ήταν γιατί τότε τα πράγματα δεν ήταν τόσο οργανωμένα όπως τώρα, που αν υπάρχει ένα παιδί κάπου το εντοπίζουν ακόμα και στο πλέον απομακρυσμένο χωριό.
«Ο Αλαμάνος μας έλεγε πάντα… δεν σας δίνω τα λεφτά, τα κρατάω εγώ να μην τα φάτε. Δεν είχε και πολύ άδικο»
-Πήγες λοιπόν στον Απόλλωνα και ξεκίνησε η πορεία σου στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
-Ο Απόλλωνας ήταν μια από τις ομάδες που έδιναν χρόνο συμμετοχής σε μικρούς παίκτες και εγώ από το δεύτερο εξάμηνο και μετά ήμουν βασικός. Άλλωστε η ομάδα ήθελε να βγάζει παίκτες για να τους πουλάει και να επιβιώνει. Ένα τέτοιο πρότζεκτ ήμουν κι εγώ και από τη στιγμή που μπήκα στην ομάδα δεν ξαναβγήκα. Άλλωστε ως παίκτης του Απόλλωνα ήμουν βασικός στην Εθνική το 1992 όταν και βγήκαμε πρώτοι στα προκριματικά και πήραμε την πρόκριση για το μουντιάλ και το 1993 πήγα στον Παναθηναϊκό.
-Αυτό που σε χαρακτήριζε πάντα ήταν και το δυναμικό σου παιχνίδι.
-Νομίζω ότι επισκίαζε τα υπόλοιπα. Αυτό που έβγαζα περισσότερο στο γήπεδο ήταν το ηγετικό προφίλ. Μιλούσα πολύ και οργάνωνα την ομάδα. Μάλιστα κάποιες φορές μιλούσα σε βαθμό όπου με παρεξηγούσαν και οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοι. Βέβαια αυτό δεν με ένοιαζε και τόσο. Εμένα με ενδιέφερε να κερδίζω κι εγώ και η ομάδα. Αυτό έκανα και στις τρεις ομάδες που έπαιξα και νομίζω ότι το έκανα με επιτυχία.
-Θέλω να μου πεις δυο λόγια για τον Κώστα Αλαμάνο που είναι ένας ιστορικός παράγοντας.
-Ο Απόλλωνας όπως είπα και πριν, ήταν μια ομάδα που έδινε ευκαιρίες σε νέα παιδιά. Ήμασταν με τον Μιχάλη Βλάχο που έκανε μεταγγραφή, μετά ήρθε ο Θεόφιλος Καρασαββίδης που επίσης έκανε μεταγγραφή, υπήρχαν κι άλλα παιδιά όπως ο Βελέντζας που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα τότε της Ελλάδας, ο Γιάννης Αποστόλου που έπαιζε στην Εθνική Ελπίδων. Ο Αλαμάνος ήταν αυτός που το κινούσε όλο αυτό το πρότζεκτ. Ήταν γνώστης του ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής κι εμείς τον είχαμε σαν πατέρα μας κι αυτός σαν παιδιά του. Ακόμα και στα λεφτά, μας έλεγε: “Δεν σας τα δίνω, τα κρατάω για να μην τα φάτε”. Κάπου δεν είχε και άδικο σε αυτό (γέλια). Όταν είσαι πιτσιρικάς και παίρνεις λεφτά στα χέρια σου… Άλλωστε και οι περισσότεροι που παίξαμε ποδόσφαιρο δεν ήμασταν και από πλούσιες οικογένειες και τα χαλάγαμε εύκολα. Οπότε ο Αλαμάνος και σε αυτό το θέμα μας καθοδηγούσε για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε καλύτερα το θέμα των χρημμάτων.
«Ήταν μεγάλη τιμή να με θέλει και ο Μπάγεβιτς στην ΑΕΚ, αλλά η πρόταση του Παναθηναϊκού ήταν πολύ καλύτερη. Πάλι βέβαια έκανα μεταγραφή με… σπασμένο πόδι»
-Πώς έγινε η μεταγραφή στου στον Παναθηναϊκό;
-Το Δεκέμβριο του 1993 ο Αλαμάνος αποδέχτηκε την πρόταση του Παναθηναϊκού, καθώς ήταν μια από τις μεγαλύτερες που είχαν γίνει τότε και με τα χρήμματα που πήρε μπόρεσε και αγόρασε τον Ντέμη Νικολαΐδη. Με ήθελε και η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς και για μένα ήταν μεγάλη τιμή να με θέλει ο Μπάγεβιτς. Όμως δεν τα βρήκαν με τον Αλαμάνο, γιατί η πρόταση του Παναθηναϊκού ήταν πολύ καλύτερη και έφτασε τα 120 εκατομμύρια δραχμές. Κατάφερα πάλι να κάνω μεταγραφή με σπασμένο πόδι και χρειάστηκε να περιμένω 3-4 μήνες για να μπω. Βέβαια ήμουν εν ενεργεία διεθνής και στο πρόσωπό μου βρήκε τον αμυντικό που ήθελε.
-Πήγες λοιπόν στον Παναθηναϊκό και τα έφερε έτσι η τύχη που ήσουν στην ομάδα που έκανε την πορεία στους “4”.
-Ξεκίνησα με προπονητή τον Οσιμ, όμως μετά από λίγο έφυγε και ανέλαβε την ομάδα ο Ρότσα. Ήξερε τον σφιγμό της ομάδας, αλλά ο Παναθηναϊκός είχε και καλούς παίκτες. Το γεγονός ότι οι παίκτες δεν τα έβρισκαν με τον Όσιμ, εκεί ήταν και το πρόβλημα της ομάδας. Ο Χουάν έφερε μαζί του γυμναστή τον Γιώργο Βαμβακά, ο οποίος ήταν μπροστά από την εποχή του. Στην πρώτη του παρουσία κατάφερε να πάρει το κύπελλο. Την επόμενη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα και φτάσαμε ως τους «4» του Champions League. Γενικά ήταν 2,5 χρόνια με πάρα πολύ σημαντικές στιγμές και επιτυχίες.
–Παίζατε τότε με τεράστια αυτοπεποίθηση από ένα σημείο και μετά.
–Για το ελληνικό πρωτάθλημα ειδικά, η αυτοπεποίθηση που είχαμε ήταν μεγάλη. Δεν περνούσε καν από το μυαλό μας ότι μπορούσαμε να χάσουμε πουθενά. Ήταν τέτοια η πίστη μας και στους εαυτούς μας και στην ομάδα και στον προπονητή. Αυτό ο Παναθηναϊκός το είχε σε μεγάλο βαθμό και στην Ευρώπη, γιατί είχε πορείες και παλαιότερα και εμείς συνεχίσαμε αυτό το δρόμο που είχαν χαράξει. Αυτό έγινε και με την επόμενη γενιά του Καραγκούνη και του Μπασινά, που συνέχισαν τις μεγάλες νίκες και τις πορείες στην Ευρώπη.
–Εκείνη η βραδιά στο Αμστερνταμ;
–Μαγική βραδιά, αξέχαστη φυσικά. Πολύ σπουδαία νίκη για εκείνον τον Παναθηναϊκό. Βέβαια εάν ερχόταν και η πρόκριση θα ήταν κάτι το φανταστικό. Δεν τα καταφέραμε, αλλά παραμένει η νίκη αυτή «σημείο αναφοράς» για τον Παναθηναϊκό εκείνης της εποχής. Ήταν και σημαδιακή γιατί ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Άγιαξ σε εκείνο το γήπεδο. Βέβαια τότε σε όλη εκείνη την πορεία είχαμε κάνει μεγάλες νίκες. Στην Πόρτο, δεν χάσαμε στη Ναντ.
«Δεν έπρεπε εκείνη η ομαδάρα, ο Παναθηναϊκός του 1996 να μείνει γυμνός μεταγραφικά. Έφυγε και ο Χουάν και χάλασε ότι όμορφο είχαμε φτιάξει»
–Στην Πόρτο δεν ήταν που είχε πει ο Ρότσα ότι θα γυρίσει με τα πόδια;
–Ναι τότε ήταν και του κάναμε καζούρα όλοι οι παίκτες μετά στα αποδυτήρια. Ήταν μια μεγάλη νίκη γιατί παίζαμε και με δέκα παίκτες, γιατί είχε αποβληθεί ο Αλεξούδης. Τον Ρότσα τον βλέπαμε περισσότερο ως φίλο και όχι ως προπονητή με την κλασσική έννοια του όρου. Βέβαια και αυτός και εμείς ξέραμε τα όριά μας και αυτός ήταν ο λόγος που είχαμε πολύ καλή συνεργασία.
–Στη ρεβάνς με τον Άγιαξ αιφνιδιαστήκατε;
–Σίγουρα έπαιξε ρόλο το γρήγορο γκολ. Όμως από την άλλη πλευρά δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε την πίεση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή και σε όλη την πορεία μας, σε κανένα παιχνίδι δεν ήμασταν το φαβορί. Μετά τη νίκη στο Αμστερνταμ όμως, όλοι έλεγαν ότι εμείς ήμασταν το φαβορί. Ίσως αυτό ήταν που μας «λύγισε». Ταυτόχρονα όμως πρέπει να πούμε ότι και ο Άγιαξ ήταν μια μεγάλη ομάδα. Από τη στιγμή μάλιστα που προηγήθηκε στο σκορ και ισοφάρισε αυτό του πρώτου αγώνα, αυτός ήταν το φαβορί και πιο κοντά στην πρόκριση απ’ ότι εμείς.
–Τελειώνει εκείνη η χρονιά και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης αποφασίζει να μην κάνει μεταγραφές, λέγοντας το περίφημο «εσείς με αναγκάσατε να μην κάνω».
–Αυτό ήταν το λάθος του, το οποίο και το παραδέχτηκε μετά. Με την απόφασή του αυτή, ουσιαστικά δεν μπόρεσε η ομάδα να έχει μια συνέχεια στην πορεία που είχε κάνει μέχρι τότε. Ήρθε και η κόπωση στην ομάδα, γιατί το «κουπί» του είχαμε τραβήξει 15-16 παίκτες. Έφυγαν και παίκτες όπως ο Δώνης, ο Γεωργιάδης και ήρθαν ο νεαρός τότε Λυμπερόπουλος, ο Νασιόπουλος και ο Μιλόγεβιτς. Παίκτες που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν άμεσα την ομάδα. Η ομάδα θα έλεγα έμεινε «γυμνή» και χάσαμε δύο προκρίσεις στις λεπτομέρειες. Με τη Ρόζενμποργκ που τότε ήταν η ανερχόμενη δύναμη, που χάσαμε στην παράταση και μετά με τη Λεχ Πόζναν, στράβωσε και η κατάσταση στο ελληνικό πρωτάθλημα και μετά από 3-4 αγωνιστικές έφυγε και ο Χουάν και χάλασε όλο αυτό που είχαμε φτιάξει. Την επόμενη χρονιά η ομάδα μπήκε σε μια διαδικασία για να χτιστεί από την αρχή. Μετά τον Χουάν ήρθαν ο Ζάετς με τον Καρούλια και ήταν μια άκρως αποτυχημένη χρονιά, που δεν βγήκαμε καν στην Ευρώπη. Μετά ήρθε ο Δανιήλ και κάπως συμμαζεύτηκε το πράγμα. Νομίζω ότι φτιάχτηκε ξανά η ομάδα μόνο όταν ήρθε ο Κυράστας, αλλά και αυτός δεν μπόρεσε να πάρει κάτι.
–Εσύ έφυγες ως ελεύθερος από τον Παναθηναϊκό.
–Έφυγα μαζί με τον Κώστα Χαλκιά και πήγαμε στον Απόλλωνα. Τον βρήκαμε σε πάρα πολύ κακή κατάσταση και θεωρώ ότι παίξαμε καθοριστικό ρόλο για να μπορέσει ο Απόλλωνας να κάνει μια καλή πορεία τελικά και να σωθεί.
–Παράλληλα κατάφερες να κάνεις πάλι μεταγραφή και να πας στον ΟΦΗ.
–Είχαμε παίξει στο Ηράκλειο και είχαμε κερδίσει 1-0. Τότε ήταν δύσκολο να περάσεις από το Ηράκλειο. Ο ΟΦΗ έψαχνε για κεντρικό αμυντικό γιατί είχε φύγει ο Παπαδόπουλος. Επειδή είχα κάνει καταπληκτικό ματς, κόλλησε όλο αυτό και έτσι με πήρε ο Γκέραρντ στον ΟΦΗ.
–Στον ΟΦΗ λοιπόν του Γκέραρντ.
–Εγώ τον πρόλαβα μόνο μια χρονιά που ήταν και η καλύτερη του ΟΦΗ και βγήκαμε Ευρώπη. Η επόμενη χρονιά που έφυγε ο Γκέραρντ ήταν πολύ κακή και καταφέραμε να σωθούμε στα μπαράζ με τα Γιάννινα. Μετά ήρθε ο Σκάζνι που ήταν καλός προπονητής και συμμάζεψε την ομάδα. Γενικά στα έξι χρόνια που έμεινα στον ΟΦΗ, αν εξαιρέσουμε τη χρονιά με το μπαράζ, ήταν καλές όλες οι χρονιές. Χαιρόσουν να είσαι παίκτης του ΟΦΗ γιατί οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ καλές για επαρχιακή ομάδα.
«Πέφτει ο Βαζέχα στο Γεντί Κουλέ και ζητάει πέναλτι σε μαρκάρισμά μου. Του την πέφτω αγριεμένος και του λέω… τι κάνεις, αν δώσει πέναλτι σε ματς με τον Παναθηναϊκό με καταστρέφεις»
–Θα σου κάνω τώρα μια δύσκολη ερώτηση. Ποιο ματς έχει μεγαλύτερη πίεση; Το Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός ή το ΟΦΗ-Παναθηναϊκός;
–Το καθένα για ξεχωριστούς λόγους. Για έναν παίκτη –για να τα πούμε όπως έχουν τα πράγματα- που έχει παίξει και στον Παναθηναϊκό και τον ΟΦΗ και μάλιστα έχει πάει από τον Παναθηναϊκό στον ΟΦΗ, τα παιχνίδια αυτά είναι πολύ περίεργα. Όλα τα βλέμματα είναι πάνω σου και απαγορεύεται να κάνεις λάθος, ειδικά εάν αυτό στοιχίσει στον ΟΦΗ γιατί εκεί είναι το πρόβλημα.
–Προσωπικά τι έχεις βιώσει;
–Το πρώτο ήταν ότι σε ένα ματς είχαν έρθει στο Ηράκλειο και οπαδοί του Παναθηναϊκού και μάλιστα μου φώναζαν ρυθμικά: «Θανάση βαζέλα βγάλε τη φανέλα». Δεν υπήρχε αυτό, με είχαν καταστρέψει. Παράλληλα έγινε μια φάση μέσα στην περιοχή με τον Βαζέχα και πέφτει για πέναλτι. Δεν ήταν όμως, τον είχα μαρκάρει καθαρά. Η αντίδρασή μου ήταν να την «πέσω» αγριεμένος στον Κριστόφ και του είπα: «Τι κάνεις; Πας καλά; Αν δώσει πέναλτι τώρα εδώ εμένα με καταστρέφεις». Αυτή ήταν η πίεση που ένιωθες όταν πήγαινες από τον Παναθηναϊκό στον ΟΦΗ. Να μην κάνεις το λάθος και χρεωθείς ότι το έκανες επίτηδες και φταις εσύ που έχασε η ομάδα σου. Το Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός είναι άλλο κομμάτι. Είναι ντέρμπι γοήτρου και στη δική μας εποχή, όταν χάναμε δεν βγαίναμε από τα σπίτια μας για καμιά εβδομάδα. Το ίδιο γίνονταν και με τους παίκτες του Ολυμπιακού. Έπαιζε μεγάλο ρόλο ότι ήμασταν και πολλοί Έλληνες στις δύο ομάδες.
–Αυτή η πίεση κάνει καλό στους παίκτες;
–Σε καμία περίπτωση και θα σας πω κι ένα παράδειγμα. Ο Μπακασέτας έφυγε από την ΑΕΚ γιατί δεν μπόρεσε να στεριώσει. Πήγε στην Τουρκία και κάνει φανταστική καριέρα και με την Εθνική, γιατί μπόρεσε να βρήκε την ηρεμία του. Εδώ στην Ελλάδα στοχοποιούμε παίκτες. Για παράδειγμα ο Μάνταλος. Θα μπορέσει να παίξει ποτέ ποδόσφαιρο; Αν πάει σε μια ομάδα στο Βέλγιο, στην Ολλανδία θα μπορέσει να παίξει γιατί καλός παίκτης είναι. Αυτή η πίεση που βάζει η κερκίδα, ειδικά στους Έλληνες παίκτες και στους φτασμένους Έλληνες παίκτες, όχι στους πιτσιρικάδες, είναι τεράστια και μόνο κακό κάνει, όχι μόνο στους ίδιους τους παίκτες, αλλά σε όλο τον οργανισμό της εκάστοτε ομάδος.
–Εσύ έχεις νιώσει τέτοιου είδους αμφισβήτηση;
–Φυσικά, αλλά εγώ ήμουν διαφορετικός. Δεν το έβαζα εύκολα κάτω, αλλά από την άλλη πλευρά δεν ήθελα ούτε να μου λένε τι γίνεται, ούτε εγώ διάβαζα τα δημοσιεύματα. Έκανα μόνο τη δουλειά μου και εκεί σταματούσαν όλα.
«Ο Βάντσικ μου είχε βγάλει το παρατσούκλι “Κόναν” λόγω του παρουσιαστικού μου και της κόμης μου. Η αλήθεια είναι ότι μου ταίριαζε γάντι»
–Είχε σχέση και με το παρατσούκλι σου το «Κόναν»;
–(γέλια) Αυτό βγήκε λόγω του παρουσιαστικού μου, της κόμης και του δυναμικού μου παιχνιδιού. Ήταν πολύ πετυχημένο και μου ταίριαζε «γάντι».
–Ποιος το είχε βγάλει;
–Αυτό όντως δεν το ξέρει κανείς. Ο Γιόζεφ Βάντσικ το είχε βγάλει.
–Να πάμε και στο Μουντιάλ τώρα. Φαντάζομαι ότι ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής σου.
–Τεράστια δεν το συζητάμε. Κάναμε τρομερή πορεία και στα προκριματικά. Τότε επειδή είχε αποβληθεί η Γιουγκοσλαβία, επειδή όλοι θα έλεγαν ότι γι αυτό προκριθήκαμε, εμείς θέλαμε να τερματίσουμε πρώτοι και πάνω από τη Ρωσία για να δείξουμε ότι ήμασταν όντως καλή ομάδα. Αυτό το καταφέραμε, αλλά από την άλλη πλευρά αυτό φάνηκε πως ήταν και ο μοναδικός μας στόχος.
–Τι εννοείς;
–Αυτή η ομάδα μετά από κει δεν είχε άλλο στόχο. Τόσο εμείς, όσο και ο προπονητής ο Αλκέτας Παναγούλιας, δείξαμε ότι ο μεγάλος μας στόχος ήταν να πάμε στην Αμερική, όπου θα ήταν και πολλοί Έλληνες και αυτό ήταν όλο. Πήγαμε εκεί ένα μήνα πριν για να συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις λατρείας από τους ομογενείς. Στήθηκε ένα μεγάλο πανηγύρι που δεν είχε μέσα του το ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ο Αλκέτας σωστά έπραξε και πήρε τους παίκτες που είχαν πάει εκεί την ομάδα για να τους τιμήσει. Δεν ήταν τίποτα κακοί παίκτες. Ένας κι ένας ήταν όλοι. Μεγάλα ονόματα και στις ομάδες τους. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα σε αυτό το επίπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι «αδειάσαμε» στην πρόκριση.
«Στην πρεμιέρα του Μουντιάλ η Αργεντινή δεν είχε βγει καν για ζέσταμα. Έκαναν ασκήσεις στο διάδρομο και τους έλεγε τραγούδια ο Μαραντόνα»
–Πες μου για Μαραντόνα και την εμπειρία σου.
–(γέλια). Τι να πρωτοπώ. Δεν ήταν μόνο ο Μαραντόνα. Η Αργεντινή είχε Κανίγια, Μπατιστούτα, Σιμεόνε. Ήταν φαβορί για να το πάρει, απλά βγήκε ο Μαραντόνα ντοπέ… Για να καταλάβετε τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μπορεί για παράδειγμα να υπάρχει ο Μέσι, αλλά τον συναντούν στην Ευρώπη οι Έλληνες παίκτες. Τότε ο Μαραντόνα ήταν μύθος και για να τον συναντήσεις σε γήπεδο ως Έλληνας ποδοσφαιριστής, μπορούσες μόνο μέσω εθνικής ομάδας. Μάλιστα στην Ελλάδα έπαιξε μια φορά, αντίπαλος με τον ΠΑΟΚ. Ήταν πολύ σπάνιο να βρεθείς αντίπαλος και στο δικό μας μυαλό ήταν θεός και μόνο που τον είδαμε απέναντί μας ήταν κάτι ονειρικό.
–Σας μίλησε καθόλου πριν τον αγώνα ή μετά;
–Όχι η Αργεντινή σε εκείνο το ματς δεν βγήκε ούτε για ζέσταμα. Έκαναν στο διάδρομο με τον Μαραντόνα να τους λέει τραγούδια. Έξω είχε 45 βαθμούς και υγρασία και γι αυτό δεν βγήκαν. Εμείς μάλιστα λέγαμε χαζομάρες, ότι δεν βγαίνουν γιατί μας φοβούνται, για να τονίσουμε τον εγωισμό μας. Το ότι χάσαμε 4-0 ήταν βαρύ, δεν ήταν η ομάδα μας για τέτοιο σκορ. Μετά ήταν η Βουλγαρία που έφτασε μέχρι τους «4» και η Νιγηρία που ήταν εξαιρετική ομάδα. Εγώ όλα αυτά τα προσπερνάω και στο δικό μου μυαλό είναι ότι αυτή η ομάδα κέρδισε πανάξια την πρόκριση, αλλά τελείωσε εκεί. Νομίζω ότι τα λάθη μας βοήθησαν τις επόμενες γενιές, να πάρουν ένα καλό μάθημα να μην ξανακάνουν τα ίδια λάθη και έτσι να φτάσουμε στο «Euro 2004»
«Ως προπονητής, αν είχα παίκτη τον Κολιτσιδάκη θα του έλεγα να είναι πιο ήρεμος στο παιχνίδι του γιατί με το VAR έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο»
–Πλέον όμως είσαι προπονητής και μάλιστα με δίπλωμα UEFA Pro.
–Ξεκίνησα την προπονητική και ήδη από πέρσι έκανα την πρώτη μου προσπάθεια με την Δόξα Δράμας. Ήταν μια καλή πρώτη προσπάθεια. Φέτος ήρθα στην Αθήνα για οικογενειακούς λόγους και ήταν επιλογή μου να μην δουλέψω. Πλέον όμως πήραν το δρόμο τους τα παιδιά και θέλω να δουλέψω σε μια καλή ομάδα, επαγγελματικά. Πιστεύω στον εαυτό μου και θέλω να τα καταφέρω.
-Τώρα που είσαι προπονητής εάν είχες στην ομάδα σου τον Θανάση Κολιτσιδάκη, τι θα του ζήταγες;
–Αυτή η ερώτηση με αιφνιδίασε. Θα του έλεγα να είναι πιο ήρεμος στο παιχνίδι του, γιατί έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο και έχουν γίνει πιο «ευαίσθητοι» οι διαιτητές και υπάρχει και το VAR. Οπότε είναι πιο εύκολο, εάν παίξεις όπως έπαιζα εγώ, να δεχτεί κόκκινη κάρτα. Όλα αυτά τα πιασίματα και οι σπρωξιές και οι αγκωνιές που γίνονταν μέσα στην περιοχή, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τους διαιτητές.
–Από τους προπονητές που συνεργάστηκες πήρες πράγματα;
–Απ’ όλους έχω φροντίσει να κρατήσω κάτι. Από κάθε άνθρωπο μπορείς να πάρεις κάτι καλό. Για παράδειγμα ο Γκέραρντ έκανε κάτι που ευελπιστώ πως θα κάνω κι εγώ. Δεν έβαζε κανέναν και τίποτα πάνω από την ομάδα. Μπορεί να είχε τσακωθεί για παράδειγμα με έναν παίκτη, αλλά αν έκρινε ότι τον χρειάζονταν η ομάδα τότε δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον βάλει να παίξει στο επόμενο ματς. Έριχνε τον εγωισμό του και αυτό που έλεγε ότι κανείς δεν είναι πάνω από την ομάδα, εννοούσε και τον εαυτό του. Αυτό ήταν εκπληκτικό.
–Αντέχεται όμως αυτό;
–Αντέχεται φυσικά. Κανείς δεν μπορεί να είναι πάνω από την ομάδα
Πηγή: sportday.gr
Ειδήσεις σήμερα για την Super League 2, τη Γ’ Εθνική και την ΕΠΟ στη Mikriliga.com
Διαβάστε επίσης:
Στην τελική ευθεία για ΠΑΕ η Προοδευτική – Οι προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ και ο Μάγγος
Ηρακλής: Στον… αέρα η συνεργασία Ευγενίου-Παπαδόπουλου – Τότε θα ξεκαθαρίσει
Super League 2: Διατηρείται η στασιμότητα στα Χανιά – Αυτός ακούγεται έντονα για τον πάγκο