Για τη διακοπή του πρωταθλήματος λόγω του κορωνοϊού, την επιλογή του να έρθει στην Ελλάδα από τη Γερμανία και πολλά ακόμη ενδιαφέροντα πράγματα μίλησε ο Αργύρης Γιαννίκης σε εκτενή συνέντευξη του στο γερμανικό αθλητικό site Spox.
Ο προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα χαρακτήρισε τη γιαννιώτικη ομάδα παραδοσιακή δύναμη στην Ελλάδα, αναφέρθηκε στις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ γερμανικού και ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ δεν παρέλειψε να θυμηθεί και τα πρώτα του προπονητικά βήματα, τους παίκτες, αλλά και τους προπονητές που συνεργάστηκε, αποκαλύπτοντας ότι κάποια στιγμή μακροπρόθεσμα θα ήθελε να εργαστεί προπονητικά και πάλι στην Γερμανία.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Αργύρη Γιαννίκη:
Κύριε Γιαννίκη, στις 8 Μαρτίου ο ΠΑΣ Γιάννινα έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι πριν διακοπεί το πρωτάθλημα στην Ελλάδα λόγω του κορωνοϊού. Πως διαχειρίζεται η ομάδα την υπάρχουσα
κατάσταση από τη διακοπή και μετά;
«Όπως και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, έτσι κι εμείς έχουμε συμμορφωθεί φυσικά με όλες τις οδηγίες που έχουν δοθεί και οι οποίες μπορεί να αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Οι παίκτες ακολουθούν ατομικά προγράμματα προπόνησης. Χρησιμοποιούμε μια εφαρμογή, μέσω της οποίας οι ποδοσφαιριστές μας στέλνουν αναφορά για το τι ασκήσεις έκαναν και μπορούμε έτσι να έχουμε μια εικόνα. Οι παίκτες προσπαθούν να διατηρήσουν τη φυσική τους κατάσταση, ώστε να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένοι όταν επιτραπεί να προπονηθούν στο γήπεδο με τη μπάλα».
Τον Ιούλιο του 2019, αναλάβατε τη θέση του προπονητή στον ΠΑΣ Γιάννινα. Πως προέκυψε αυτή η συμφωνία και καταλήξατε στην ομάδα της Ηπείρου;
«Πάντα ήθελα να έχω μια εμπειρία στο εξωτερικό, μακριά από τη Γερμανία. Δεδομένης και της ελληνικής καταγωγής μου, ήταν ευκολότερο να εργαστώ στην Ελλάδα. Αν και στο παρελθόν απέρριψα ορισμένες προτάσεις από ομάδες της χώρας. Βρήκα τον ΠΑΣ, που είναι μια παραδοσιακή δύναμη και από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι διένυε μια όχι και τόσο καλή στιγμή της ιστορίας του, έχοντας μόλις υποβιβαστεί και
ψάχνοντας την επάνοδο στην Super League, έκανε την πρόταση που δέχτηκα ακόμα πιο συναρπαστική.
Για την ακρίβεια ήταν η κατάλληλη προσφορά, την κατάλληλη στιγμή».
Ποιες είναι οι πιο αισθητές διαφορές της ζωής στην Ελλάδα από αυτή στη Γερμανία;
«Η Ελλάδα έχει σίγουρα αρκετά προνόμια. Συνδυάζει θάλασσα, βουνά, ενώ υπάρχουν χιονοδρομικά κέντρα κοντά στα Ιωάννινα, όπου δουλεύω. Επίσης η πόλη είναι γεμάτη ζωντάνια, ενώ ο ελληνικός τρόπος ζωής είναι λίγο πιο χαλαρός κάτι το οποίο πρέπει να πω ότι δεν είναι απαραίτητα κακό. Πρέπει να πω όμως ότι έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γερμανία, εκεί τα πράγματα ήταν πιο οργανωμένα. Είναι όμως σημαντικό και ωραίο, μερικές στιγμές να απασφαλίζεις τη ζώνη ασφαλείας και να ζεις κάτι διαφορετικό».
Ακούγεται ότι η οργάνωση στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι κάπως «χαοτική». Μπορείτε να σχολιάσετε κάτι πάνω σε αυτό το θέμα;
«Φυσικά, οι συνθήκες που υπάρχουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο διαφέρουν πολύ από αυτές στη Γερμανία. Τα γήπεδα είναι πολύ καλύτερα εκεί, εδώ χρειάζεται περισσότερη βελτίωση σε πολλούς τομείς. Γενικότερα οι υποδομές είναι κατώτερες και χρειάζονται αρκετές βελτιώσεις».
Ο ΠΑΣ Γιάννινα ήταν στο κορυφαίο πρωτάθλημα της χώρας συνεχόμενα από το 2011 έως και το 2019. Τώρα είναι στην κορυφή της Super League 2 με 49 βαθμούς, μετά από 20 παιχνίδια και θα ξεκινήσει από πλεονεκτική θέση στα play off του πρωταθλήματος. Πως θα σχολιάζατε το παραπάνω γεγονός;
«Δεν είμαι ικανοποιημένος μόνο με την κατάταξη που έχει η ομάδα, αλλά και με την ανάπτυξή που δείχνει γενικότερα, αγωνιστικά και έξω-αγωνιστικά. Μετά από έναν υποβιβασμό συχνά επικρατεί χάος στις τάξεις οποιασδήποτε ομάδας και η ψυχολογία των παικτών δεν είναι και η καλύτερη. Έπρεπε να τονωθεί η ψυχολογία των παιδιών. Επίσης προσπαθήσαμε και αλλάξαμε και τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Στην πρώτη κατηγορία πέρσι, η ομάδα έπαιζε αμυντικά, αλλά αν θέλεις να διεκδικήσεις τον τίτλο που θα σου δώσει και την επάνοδο στην κορυφαία κατηγορία της χώρας πρέπει να είσαι κυρίαρχος στα παιχνίδια σου και να μπορείς να παίζεις με τη μπάλα στα πόδια και την κυκλοφορία της. Προσπαθήσαμε και καταφέραμε να γίνει αρκετά γρήγορα αυτό, ώστε να εμφανιστεί και
μια ικανοποίηση από τον κόσμο της πόλης και να επιστρέψει όλο και περισσότερος στο γήπεδο».
Πως προσαρμόζετε την τακτική σας; Είστε αυστηρός με την ομάδα σας για την εφαρμογή των τακτικών σας;
«Φυσικά, έχω ορισμένες αρχές που ακολουθώ και με εκπροσωπεύουν ως προπονητή, τις οποίες και θέλω να εφαρμόζω στην ομάδα. Χάρη στην ποιότητα της ομάδας, έχουμε ένα γκρουπ παικτών που δουλεύει σκληρά στις καθημερινές προπονήσεις. Έχω παίκτες οι οποίοι έχουν περάσει παλαιότερα από τις εθνικές τους ομάδες ή είναι διεθνείς τη δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι υπάρχει ήδη ένα βασικό επίπεδο, πάνω στο οποίο μπορούμε να δουλέψουμε. Μπορώ να πω ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο κακό, όσο δείχνει η φήμη του στο εξωτερικό».
Στο Κύπελλο Ελλάδος η ομάδα σας η ομάδα σας ήρθε αντιμέτωπη με τον Παναθηναϊκό. Παρόλο
που πήρατε ένα προβάδισμα στο πρώτο παιχνίδι, στον επαναληπτικό δε σταθήκατε τυχεροί και
αποκλειστήκατε. Ήταν η εμπειρία μια δυνατής έδρας, όπως του Παναθηναϊκού, μια ξεχωριστή
εμπειρία;
«Για να είμαι ειλικρινής, δε μου φάνηκε κάτι τόσο δύσκολο γιατί έχω ήδη ζήσει ασφυκτικά γήπεδα και στη Bundesliga. Βέβαια ήταν ξεχωριστό για την ομάδα, γιατί είδαμε τι μπορεί να κάνει η πίεση 10.000 θεατών. Μετά από μια μεγάλη ευκαιρία της αντίπαλης ομάδας, ο κόσμος πίεσε πολύ και η επικράτησε μια «κόλαση» για λίγα λεπτά στο γήπεδο. Λίγες φορές έχω δει τους θεατές να είναι τόσο παθιασμένοι. Αλλά αυτό συνηθίζεται πολύ στην Ελλάδα. Από την ποδοσφαιρική πλευρά, το γεγονός ότι καταφέραμε να φέρουμε μια τόσο μεγάλη ομάδα στα πρόθυρα του αποκλεισμού από το Κύπελλο, αποτελεί μια επιτυχία. Ήταν ένα παιχνίδι «highlight», που είχε δυστυχώς αρνητικό για εμάς αποτέλεσμα. Ένα άλλο πολύ θετικό αποτέλεσμα, που ακολούθησε, ήταν η νίκη με 5-1 απέναντι στην δεύτερη βαθμολογικά και πρώτη σε οικονομικό επίπεδο ισχυρότερης ομάδας του πρωταθλήματος. Αυτό που κατάφεραν τα παιδιά ήταν σπουδαίο».
Με ποια κατηγορία της Γερμανίας θα συγκρίνατε το επίπεδο της ομάδας σας, αλλά και του
ελληνικού πρωταθλήματος;
«Οι κορυφαίοι σύλλογοι της Super League 2, θα μπορούσαν να παίξουν στην τρίτη κατηγορία της Γερμανίας. Αν υπήρχε βέβαια καλύτερη υποδομή, θα ήταν ακόμα πιο δυνατές και οι ομάδες του πρωταθλήματος. Κατά πλειοψηφία οι ομάδες της Super League 2 θα είχαν καλές πιθανότητες να διατηρούνται στην τρίτη γερμανική κατηγορία. Αυτό ισχύει και για την ομάδα μου, αλλά σαφώς και προσπαθούμε να ενισχυόμαστε».
Ποιοι είναι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι που έχουν τεθεί στη συμφωνία σας με την ομάδα του ΠΑΣ;
«Είναι δύσκολο να αναλύσω τους μακροπρόθεσμους στόχους, αλλά σίγουρα περνάω πολύ καλά στην ομάδα. Σίγουρα ένας στόχος είναι η κατάκτηση του πρωταθλήματος και αν αυτός επιτευχθεί μπορούμε στη συνέχεια να καθίσουμε με την ομάδα και να συζητήσουμε για να αποφασίσουμε τον επερχόμενο σχεδιασμό μας. Πρέπει φυσικά να συμφωνούν και οι δύο πλευρές για να αποφασιστεί. Προσωπικά έχω σαν σκέψη να επιστρέψω κάποια στιγμή εκ νέου στη Γερμανία».
Ας μιλήσουμε λίγο και για τα πρώτα χρόνια της προπονητικής σας καριέρας. Δουλέψατε στις ακαδημίες της Καρλσρούης από το 2007, όντας υπεύθυνος των ακαδημιών, βοηθός προπονητή, αλλά και πρώτος προπονητής. Πριν την Καρλσρούη, προηγήθηκαν οι Phoenix Mannheim, VfL Neckarau. Πείτε μας λίγα λόγια για εκείνα τα χρόνια.
«Σταμάτησα να παίζω ποδόσφαιρο στην ηλικία των 19 ετών και σπούδασα άμεσα διοίκηση επιχειρήσεων στο Mannheim. Τότε ένιωσα ότι κάτι μου έλειπε, ότι δεν ήμουν ολοκληρωμένος, γι’αυτό και αποφάσισα να πάρω το δίπλωμα προπονητικής UEFA C. Πήρα την πρώτη προπονητική μου εμπειρία στις ακαδημίες του Pheonix Mannheim, ένιωσα ότι ήταν κάτι που απολάμβανα και ήμασταν αρκετά επιτυχημένοι. Στη συνέχεια, ήρθε το αίτημα από την Καρλσρούη».
Περιγράψτε μας την εμπειρία σας στην Καρλσρούη
«Εκεί είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στο NLZ, όπου ήμουν αρχικά βοηθός προπονητή στην K19 και εν συνεχεία πρώτος προπονητής σε διάφορες ομάδες της ακαδημίας. Έτσι αυτό που αρχικά προοριζόταν ως χόμπι, εξελίχθηκε σε κάτι πολύ περισσότερο».
Ως προπονητής στο πρωτάθλημα Κ19, δουλέψατε και με ποδοσφαιριστές της επαγγελματικής Bundesliga, όπως ο Χακάν Τσαλχάνογλου ή ο Βιτσέντζο Γκρίφο. Ήταν αυτοί οι παίκτες που ξεχώρισαν περισσότερο εκείνη την εποχή;
«Αναφορικά με τον Χακάν, παρατηρήσαμε νωρίς ότι ήταν ένα επίπεδο πιο πάνω από άλλους παίκτες, όσον αφορά την τεχνική του, αλλά και τη γρήγορη δράση του στο χόρτο. Ο Βιτσέντζο ήρθε από την Κ19 της Pforzheim. Ήταν από τη «φουρνιά» παικτών της προηγούμενης χρονιάς και ένα μεγάλο ταλέντο. Ήταν ένας ποδοσφαιριστής που μπορούσε να κάνει πάρα πολλά πράγματα με τη μπάλα, ένας «ποδοσφαιριστής του δρόμου». Δουλέψαμε μαζί του σε ότι υστερούσε, όπως τη σωματοδομή του, και την κατανόηση της τακτικής. Αυτό σίγουρα τον βοήθησε, ώστε να γίνει στη συνέχεια ένας έμπειρος παίκτης επιπέδου Bundesliga».
Κατά το πρόγραμμα προπονητικής που ακολουθήσατε όσο βρισκόσασταν στην ομάδα της Καρλσρούης, γνωρίσατε και κάποιους συναδέλφους σας που ξεχωρίζουν με τις επιδόσεις των ομάδων τους, όπως ο πρώην προπονητής της Σάλκε και νυν της Σπαρτάκ Μόσχας, Domenico Tedesco και ο νυν προπονητής της Λειψίας (σ.σ. που διαπρέπει φέτος στην Bundesliga) Julian Nagelsmann. Έχετε κρατήσει επαφή με κάποιον από αυτούς τους δύο ή γενικότερα με κάποιον άλλο συνάδελφό που γνωρίσατε τότε;
«Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το να γνωρίζεις τις προσωπικότητες και τις σκέψεις άλλων συναδέλφων. Με τον Domenico Tedesco, για παράδειγμα, καθόμασταν δίπλα στο τραπέζι και εξακολουθούμε να έχουμε μια πολύ καλή σχέση. Με τον Julian Nagelsmann έχουμε κρατήσει κάποιες επαφές, αλλά όχι όσο με τον Tedesco. Αντίστοιχα έχουμε κρατήσει κάποιες τυπικές επαφές και με τους Alexander Nouri και Jeff Strasser. Το γεγονός ότι πολλοί εξ’αυτών εργάζονται σε ομάδες της Bundesliga είναι ενδεχομένως ιδιαίτερα αγχωτικό με αποτέλεσμα η επικοινωνία μαζί τους, να μην είναι τόσο εύκολη».
Πηγή: passport